- κατακολουθώ
- κατακολουθῶ, -έω (AM) [κατακόλουθος]1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ)2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.)αρχ.1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή φιλοσόφου («Δημοκρίτῳ κατακολουθεῑν», Πλούτ.)2. ακούω με προσοχή, εισακούω («εἰ ταῑς τῶν ἀνθρώπων εὐχαῑς ὁ θεὸς κατηκολούθει», Επίκ.)3. αναζητώ, ζητώ να βρω («τὸ κατακολουθεῑν ταῑς ἐξ αὐτῶν τῶν τόπων ὀχυρότησιν», Πολ.)4. αμιλλώμαι.
Dictionary of Greek. 2013.